ενθουσιασμός

ενθουσιασμός
ο
1. παράφορη έξαρση των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων του ανθρώπου και ζωηρή εκδήλωσή τους με χαρά, θορυβώδεις επευφημίες, ορμή για τολμηρές πράξεις κτλ.
2. έντονη ψυχική ορμή για κάποια επιδίωξη, ζωηρή διάθεση για κάτι ευχάριστο: Οι ηλικιωμένοι δεν έχουν τον ενθουσιασμό της νιότης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐνθουσιασμός — inspiration masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθουσιασμός — ο (AM ἐνθουσιασμός) [ενθουσιάζω] παράφορη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε είναι ενδιάθετη είτε εκδηλώνεται με χαρά ή ορμή για ενέργεια ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης τό συμβεβηκός, τοιοῡτος ἐνθουσιασμός ἐγένετο», Πολ.) νεοελλ. έντονη …   Dictionary of Greek

  • ἐνθουσιασμοῖς — ἐνθουσιασμός inspiration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιασμοί — ἐνθουσιασμός inspiration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιασμοῦ — ἐνθουσιασμός inspiration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιασμούς — ἐνθουσιασμός inspiration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιασμῶ — ἐνθουσιασμός inspiration masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιασμῶν — ἐνθουσιασμός inspiration masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιασμῷ — ἐνθουσιασμός inspiration masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνθουσιασμόν — ἐνθουσιασμός inspiration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”