ἐνθουσιασμός — inspiration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθουσιασμός — ο (AM ἐνθουσιασμός) [ενθουσιάζω] παράφορη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε είναι ενδιάθετη είτε εκδηλώνεται με χαρά ή ορμή για ενέργεια ή με επευφημίες («τῆς δυνάμεως ἐπιγνούσης τό συμβεβηκός, τοιοῡτος ἐνθουσιασμός ἐγένετο», Πολ.) νεοελλ. έντονη … Dictionary of Greek
ἐνθουσιασμοῖς — ἐνθουσιασμός inspiration masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμοί — ἐνθουσιασμός inspiration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμοῦ — ἐνθουσιασμός inspiration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμούς — ἐνθουσιασμός inspiration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμῶ — ἐνθουσιασμός inspiration masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμῶν — ἐνθουσιασμός inspiration masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμῷ — ἐνθουσιασμός inspiration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιασμόν — ἐνθουσιασμός inspiration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)